- εξανίστημι
- (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ)μέσ.1. εξανίσταμαισηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαιμσν.ἐξανιστῶανασταίνωαρχ.1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του («ἐξανίστησι τὴν ἐνέδραν», Ξεν.)2. (ειδ.) ανασταίνω3. διώχνω («ἐξαναστήσας τοὺς Ἠλείων ἀγωνοθέτας», Ηρόδ.)4. (ειδ.) αναγκάζω ένα θηρίο να βγει από την κρυψώνα του5. καθιστώ ανάστατη μια πόλη ή χώρα, ερημώνω, καταστρέφω («Ἰλίου ποτ' ἐξαναστήσας βάθρα», Ευρ.)6. αντικρούω τον δικαστή στο δικαστήριο7. μέσ. σηκώνομαι μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού8. σηκώνομαι από το κρεβάτι, ξυπνώ9. υψώνομαι («ἔστι γὰρ ὄρος περίτομον ἐξανεστηκὸς ἐκ τῆς περικειμένης χώρας εἰς ὕψος ἱκανόν», Πολ.)10. σηκώνομαι από το κρεβάτι και πηγαίνω για ανάγκη μου11. σηκώνομαι και φεύγω από έναν τόπο, μεταναστεύω («ἐξανίσταντο Λακεδαίμονος», Πίνδ.)12. εκδιώκω κάποιον από έναν τόπο, αποπέμπω, διώχνω13. μέσ. ανασταίνω τον εαυτό μου, ανασταίνομαι εκ νεκρών14. (για πληγές ή εξανθήματα) παρουσιάζομαι, εξανθώ πάνω στο δέρμα15. (για το ανδρικό μόριο) κάνω να σηκωθεί, να υποστεί στύση16. φρ. α. «ἐξανίσταμαι λόχου» — εγκαταλείπω την ενέδραβ. «ἐξανίσταμαι ἔκ τινος ή εἴς τι» — σηκώνομαι για να πάω κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.